Μακεδονία

Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Η Μακεδονία αναφέρεται επίσης ως Μακεδνία και Μακετία και οι
κάτοικοί της ως Μακεδανοί, Μακεδνοί και Μακέται. Ο Στέφανος ο Βυζάντιος στη λέξη Μακεδονία αναφέρει μεταξύ άλλων: ‘’Λέγεται δε και Μακεδονίας μοίρα Μακετία, ως Μαρσύας εν πρώτω Μακεδονικών < και την Ορεστείαν δε Μακετίαν λέγουσιν από του Μακεδόνος >. Αλλά και την όλην Μακεδονίαν Μακετίαν οίδεν ονομαζομένην Κλείδημος εν πρώτω Ατθίδος.…’’. ‘’Λέγεται ότι η Μακετία είναι περιοχή της Μακεδονίας, όπως (γράφει) ο Μαρσύας στο πρώτο βιβλίο του των Μακεδονικών. < Και την Ορεστείαν (την Ορεστίδα) τη λέγουν Μακετία, από το όνομα του Μακεδόνος > . Αλλά και όλη την Μακεδονία ο Κλείδημος τη γνωρίζει ότι ονομάζεται Μακετία, στο πρώτο βιβλίο του της Ατθίδος’’.
Το αρχαίο Ελληνικό επίθετο Μακεδνός και Μακεδανός σημαίνει
μακρύς, υψηλός. Η ρίζα μακ του ονόματος Μακεδονία και Μακεδνία, αλλά και η ρίζα μηκ, είναι κατ’ εξοχήν Ελληνικές και σημαίνουν μακρύς, υψηλός. Από την ρίζα μακ προέρχεται η δωρική λέξη μάκος, από την ρίζα μηκ προέρχεται
η ιωνική λέξη μήκος. Τα μακρά φωνήεντα άλφα (α) και ήτα (η) εναλλάσσονται στη λέξη αυτή, αλλά η έννοια αμφοτέρων των λέξεων είναι η διάσταση μήκος. Από την ίδια ρίζα και με το ίδιο νόημα η νήσος Εύβοια εκαλείτο Μάκρις και οι κάτοικοί της Μάκρωνες. Από την ρίζα μακ προέρχονται οι λέξεις μάκρος,
μακρύς. (
Το μακρό α της πρωτοελληνικής ετράπη στην Ιωνική σε α. Στη Δωρική το βραχύ α διατηρήθηκε). Οι Δωριείς αντί του γράμματος ήτα (η) των Ιώνων έγραφαν άλφα (α). π.χ. Ιστορία, Ιστορίη, Ασία, Ασίη, στρατιά, στρατιή,
Θεσσαλία, Θεσσαλίη, επωνυμία, επωνυμίη, στρατηλασία (εκστρατεία), στρατηλασίη κ.τ.λ. Οι Σπαρτιάτες, ως Δωριείς, τη δεικτική αντωνυμία την (αυτήν) την έλεγαν ταν. Είναι γνωστή η προτροπή, ή τάν ή επί τάς (ή αυτήν, να φέρεις, ή επ΄ αυτής, να σε φέρουν), των Σπαρτιατισσών γυναικών προς τους Σπαρτιάτες, όταν τους έδιναν τις ασπίδες τους. Το όνομα Μακεδονία αναλύεται, όπως αναφέρει ο καθηγητής Γλωσσολογίας και πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γ. Μπαμπινιώτης στο σχετικό λήμμα, σε Μακι (μακ-ρός) (+) κεδών / -δόνες, το οποίο αποτελεί, πιθανόν Μακεδονικό τύπο της λέξης χών και χθών, η οποία σημαίνει γη. Η κατάληξη -δων, προερχόμενη από τη λέξη δα, εκ της οποίας και η λέξη δάπεδο, σημαίνει γη. Η λέξη δη ομοίως σημαίνει γη, και εξ αυτής η Δή - μητρα, η μητέρα γη. Επίσης, η λέξη Γα σημαίνει γη. Απαντά π.χ. στο στίχο,
‘’ω πά, Γάς παί, Ζεύ’’. (Χοηφόροι, 892, 901).
Αρχική σημασία του τοπωνυμίου Μακεδονία ήταν η υψηλά, η βόρεια, η μακράν κειμένη χώρα, ή η χώρα, η γη, η οποία είναι ευρεία, μακρά, δηλαδή μεγάλη αλλά και υψηλή, δηλαδή ορεινή, και οι κάτοικοί της Μακεδνοί σήμαινε οι υψηλοί άνθρωποι. Μακεδόνες είναι οι κάτοικοι της χώρας η οποία είναι ευρεία, μεγάλη, μακρά, υψηλή, ορεινή. Ανάλογα με το όνομα Μακεδών έχει σχηματιστεί και το όνομα Αμυδών, (πόλη την οποία αναφέρει ο Όμηρος) και Μυρμηδών. Μυρμηδόνες ελέγοντο οι κάτοικοι της Φθίας και οι στρατιώτες του Αχιλλέως. Χθων ήταν η προσωποποίηση του βάθους της γης, ταυτιζόταν με τη Γαία και θεωρείται η μητέρα των Τιτάνων (Αισχύλου, Προμηθεύς Δεσμώτης, 205), των Γιγάντων, του Τυφωέως (Θεογονία 821), των Σειρήνων, αλλά και των ονείρων. Η λέξη χθων απαντά επανειλημμένως στον Όμηρο: ‘’Ού τις εμεύ ζώντος και επί χθονί δερκομένοιο’’ (Α 88), ‘’επιχθονίων’’ (Α 266),‘’επιχθόνιοι’’ (Α 272), ‘’χθονί πουλυβοτείρη’’ (Γ 89), (Γ 195), ‘’κατά χθονός
όμματα πήξας’’, (Γ 217), ‘’επί χθονός ασπαίροντας’’ (Γ 293) κ.τ.λ.
Χθόνιος είναι ο προερχόμενος εκ της γης, ο ανήκων στη γη, ο
αναφερόμενος στη γη, ο εγχώριος, ο γήινος. Χθόνιοι θεοί ήταν οι θεοί του κάτω κόσμου. Χθόνιος ονομάζεται ο Ζευς στην Ιλιάδα στο στίχο, ‘’Ζεύς τε καταχθόνιος και επαινή Περσεφόνεια’’, (Ι 457), ο θεός Ερμής στους στίχους του Αισχύλου, ‘’Ερμή Χθόνιε, πατρώ΄ εποπτεύων κράτη’’, (Χοηφόροι, 1), και ‘’< άκουσον, > Ερμή Χθόνιε, κηρύξας εμοί’’, (Χοηφόροι, 124), και ο Διόνυσος ως ψυχοπομπός στους Ορφικούς ύμνους. Σε αναθηματική επιγραφή προς τον Πάνα, σε βάθρο από λευκό μάρμαρο σχήματος πεσσού, η οποία έχει βρεθεί στη Βέροια, η Μακεδονία αναφέρεται και ως Μακηδονία, πιθανόν για μετρικούς λόγους. (Βέβαια και ο
Ησίοδος (Ηοίαι, 3) λέει Μακηδόνα ιππιοχάρμην). Η επιγραφή έχει ως εξής:

‘’ΠΑΝ ΚΑΙ ΕΝ ΑΡΚΑΔΙΑ ΜΕΓΑ ΤΙΜΙΟΣ, ΑΛΛΑ ΠΟΘΟΣ ΜΕ ΠΝΕΥΜΑ ΜΑΚΗΔΟΝΙΑΙ ΣΥΜΜΑΧΟΝ ΗΓΑΓΕΤΟ, ΙΠΠΟΚΛΕΟΥΣ ΔΕ ΑΡΕΤΑ ΜΕ ΤΕΘΑΛΟΤΑ ΚΑΙ ΝΕΟΝ ΩΔΕ ΘΗΚΕ ΓΕ ΤΕ ΕΚ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΚΙΣΣΟΝ ΑΝΑΨΑΜΕΝΟΣ. ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΕΠΕΙ ΧΑΡΙΣ ΑΔΕ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ
ΤΕΚΝΩΝ ΤΕΚΝΟΙΣ ΑΪΔΙΩΣ ΕΔΟΘΗ ΚΑΙ ΚΤΕΑΝΩΝ ΑΤΕΛΗΣ ΔΟΜΟΣ ΑΤΕ ΕΠΙΣΗΜΟΣ, ΑΝΤΙΓΟΝΟΥ ΦΑΜΑ ΤΟΝΔΕ ΕΦΥΛΑΞΕΝ ΝΟΜΟΝ’’.
Όλα τα ανωτέρω, αλλά και όσα ακολουθούν, αποδεικνύουν περίτρανα ότι τα ονόματα Μακεδών και Μακεδονία ως λέξεις, ως έννοιες, ως γεωγραφική
περιοχή, ως πολιτισμός, ως άνθρωποι, σχετίζονται, ανήκουν και δίνουν περιεχόμενο μόνον σε ότι έχει, ή μπορεί να έχει σχέση, με την Ελλάδα.
ΔΟΓΑΣ Ι. ΜΗΝΑΣ
Οι ακτές της πεδινής Μακεδονίας βρέχονται από το Αιγαίο, που από πανάρχαιους χρόνους έδενε την περιοχή αυτή με τη Νότια Ελλάδα, τα νησιά και τη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (ΙΙ,99), από την Πιερία, την περιοχή δηλαδή ανάμεσα στον Όλυμπο και τη θάλασσα, τον Πηνειό και τον Αλιάκμονα ξεκίνησε η επέκταση του κράτους των Μακεδόνων που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Την ίδια εποχή ο Ησίοδος έγραφε ότι ο Μακεδών, ο γενάρχης των Μακεδόνων, και ο Μάγνης, ο γενάρχης των Θεσσαλών Μαγνήτων, ήταν αδέλφια και κατοικούσαν στην περιοχή περι την Πιερία και τον Όλυμπο. Ο Ηρόδοτος θυμίζει την σχέση Μακεδόνων και Θεσσαλών μιλώντας για τους Δωριείς της Θεσσαλίας (Ι, 56). Οι βασιλείς της Μακεδονίας ήταν Δωριείς, "Τημενίδαι το αρχαίον όντες εξ Άργους" (Θουκ. ΙΙ,99), απόγονοι του Ηρακλή. Οι λίγες αλλά πολύτιμες μαρτυρίες του 7ου και 5ου αι. π.Χ. αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα τώρα που η αρχαιολογική έρευνα στην Πιερία και στον Όλυμπο αποκαλύπτει μυκηναϊκά νεκροταφεία με ευρήματα τα οποία επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε τις σχέσεις της περιοχής αυτής με τη βορειοανατολική Πελοπόννησο κατά την τελευταία φάση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Εκτεταμένες νεκροπόλεις τύμβων εξάλλου με αναπάντεχο πλήθος ευρημάτων δίνουν τη δυνατότητα μελέτης των λεγομένων "σκοτεινών χρόνων" (1000-700 π.Χ.) στην περιοχή αυτή.
Τον 5ο αι. π.Χ. οι παρά θάλασσαν Μακεδόνες οργανωμένοι σε ισχυρό και δυναμικό κράτος είχαν φτάσει ως τον Στρυμόνα ποταμό διαβαίνοντας ήδη πολύ νωρίτερα τον Αλιάκμονα, προσαρτώντας την Αλμωπία και Εορδαία, περνώντας τον Αξιό και φτάνοντας στη περιοχή της Θέρμης (της μετέπειτα Θεσσαλονίκης) ήδη τον 6ο αι. π.Χ. Το ορεινό μέρος της χώρας, η άνω Μακεδονία που αποτελούνταν από μικρές τοπικές ηγεμονίες Μακεδόνων (όπως η Ελίμεια, η Ορεστίς, η Λυγκηστίς) συνδέθηκε με το κράτος των Τημενιδών της κάτω Μακεδονίας με σχέσεις συμμαχίας ή και υποτέλειας.
Πρωτεύουσα του κράτους έγιναν οι Αιγές (σημ. Βεργίνα), στις δυτικές υπώρειες των Πιερίων και ιερό κέντρο το Δίον στους πρόποδες του Ολύμπου. Οι αρχαϊκοί τάφοι της Βεργίνας κοντά στους βασιλικούς του 4οι αι. π.Χ. περιέχουν ευρήματα που η σημασία τους είναι καίρια για την ανάπλαση του πρώιμου πολιτισμού της Μακεδονίας. Παρόμοια ευρήματα αποκαλύφθηκαν στα νεκροταφεία της Σίνδου, της Αγίας Παρασκευής και της Θέρμης γύρω από τη Θεσσαλονίκη αλλά και της Αιανής στην άνω Μακεδονία. Οι πρόσφατες ανασκαφές στην πόλη αυτή που ήταν η πρωτεύουσα της Ελιμείας έφεραν στο φως θαυμαστές μαρτυρίες της ελληνικής τέχνης των αρχαϊκών χρόνων.
Την ίδια εποχή στο Δίον της Πιερίας κατασκευάστηκαν στο τέμενος της θεάς των καρπών της γης, της Δήμητρας, δύο ιερά κτίσματα με την μορφή μεγάρου (μακρόστενα κτίρια με θάλαμο και προθάλαμο), ενός αρχιτεκτονικού τύπου εξαιρετικά διαδεδομένου και σημαντικού στον ελλαδικό χώρο και κατά την μυκηναϊκή και τη γεωμετρική εποχή. Μαζί με άλλες προσφορές στη θεά ήταν και ένας μυκηναϊκός δακτυλιόλιθος με παράσταση λιονταριού (15ος αι. π.Χ), ανάμνηση από την παλαιότερη ιστορία της περιοχής. Στη θέση που αργότερα χτίστηκε η Θεσσαλονίκη υψωνόταν τα αρχαϊκά χρόνια (γύρο στο 500 π.Χ) ένας λαμπρός ιωνικός ναός, αλάθευτο σημάδι για αυτούς που πλησίαζαν τον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου.
Οι Περσικοί πόλεμοι στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. άνοιξαν ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική ιστορία. Ο Ξέρξης με το στρατό του πέρασε από τη Μακεδονία κατεβαίνοντας προς τη νότια Ελλάδα. Ο Βασιλιάς Αλέξανδρος ο Α' σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (ΙΧ,45) βοήθησε τους νότιους Έλληνες πολλαπλώς, ιδιαίτερα όμως αποκαλύπτοντας τα σχέδια των Περσών την παραμονή της μεγάλης σύγκρουσης στις Πλαταιές. Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων ο Αλέξανδρος αφιέρωσε χρυσούς ανδριάντες του στην Ολυμπία και στους Δελφούς και πήρε μέρος περισσότερες φορές στους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι Αθηναίοι, με τους οποίους οι Μακεδόνες ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. είχαν φιλικές σχέσεις, ονόμασαν τον Αλέξανδρο πρόξενο και ευεργέτη της πόλης τους.
Μια ηγετική φυσιογνωμία στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. δημιούργησε τις προϋποθέσεις που οδήγησαν αργότερα στη Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Πρόκειται για τον Αρχέλαο, το νεωτεριστή βασιλιά της Μακεδονίας, για τον οποίο ο σύγχρονός του ιστορικός Θουκυδίδης λέγει ότι έκανε περισσότερα από όσα όλα μαζί οι οκτώ προκάτοχοί του (ΙΙ,100). Το μακεδονικό κράτος που ως τότε είχε μια χαλαρή άρθρωση οργανώνεται συστηματικά, η βασιλική έδρα μεταφέρεται σε πιο καίρια θέση από τις Αιγές στην Πέλλα (πιο κοντά στις ανατολικές επαρχίες και στη Θάλασσα), η άνω Μακεδονία συνδέεται με δίκτυο στρατιωτικών δρόμων με την πρωτεύουσα, που ελέγχει με το τρόπο αυτό ευκολότερα τους τοπικούς ηγεμόνες στις απομακρυσμένες περιοχές. Τέλος κατασκευάζονται οχυρώσεις και ο στρατός εφοδιάζεται με πλήρη εξοπλισμό σε άλογα και όπλα. Ο βασιλιάς της Πέλλας, όπως αρμόζει σε ένα μεγάλο ηγεμόνα, φιλοξενεί τώρα στην αυλή του ακόμα περισσότερους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών. Κορυφαίοι της εποχής καλούνται να μείνουν για μεγάλο διάστημα στα ανάκτορα. Ανάμεσά τους ο ζωγράφος Ζεύξις από την Ηράκλεια και ο τραγικός ποιητής Ευριπίδης από την Αθήνα.
Οι καλές σχέσεις του Αρχέλαου με την πόλη αυτή είναι γνωστές από επιγραφικά κείμενα, όπου οι Αθηναίοι εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους για την παροχή εκ μέρους του Αρχέλαου, της περίφημης για τη ναυπήγηση μακεδονικής ξυλείας. Ο Φίλιππος ο Β' ανεβαίνει στο θρόνο το 359 π.Χ. Είναι ένας πολλαπλώς προικισμένος ηγεμόνας, ο οποίος επιτυγχάνει να αυξήσει απεριόριστα το κύρος του προσφέροντας στους ορεινούς Μακεδόνες ασφάλεια από τις επιδρομές των βαρβαρικών φύλων του Βορά, ιδιαίτερα από τους Παίονες και τους Ιλλυριούς. Το κράτος του Φιλίππου αποκτά ισχυρή συνοχή και ακλόνητη κεντρική εξουσία. Οι ηγεμόνες της άνω Μακεδονίας στέλνουν τους νεαρούς πρίγκηπες να ανατραφούν στο ανάκτορο της Πέλλας. Οι Μακεδόνες συσφίγγουν τις σχέσεις τους με τους Ηπειρώτες οι οποίοι μιλούν συγγενική διάλεκτο και έχουν παρόμοια πολιτική οργάνωση. Το 357 π.Χ. ο Φίλιππος παντρεύεται την Ολυμπιάδα από το βασιλικό οίκο των Μολοσσών, οι οποίοι όπως οι πεδινοί Μακεδόνες, είχαν επικρατήσει ανάμεσα στα άλλα ηπειρωτικά φύλα. Ο αδελφός της Ολυμπιάδας Αλέξανδρος οργανώνει λίγα χρόνια αργότερα μια εκστρατεία ανάλογη με εκείνη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με κατεύθυνση όμως προς τη Δύση. Στα ανατολικά ο Φίλιππος σημειώνει εξαιρετικές επιτυχίες. Με πρόσχημα την προστασία των Κρηνίδων από τους Θράκες επεμβαίνει στρατιωτικά στο χώρο πέρα από το Στρυμόνα, μετονομάζει τις Κρηνίδες σε Φιλίππους και παίρνει στα χέρια του τον έλεγχο των χρυσοφόρων μεταλλείων του Παγγαίου. Παράλληλα εποικίζει την περιοχή και προσθέτει στο κράτος της Μακεδονίας το τμήμα από το Στρυμόνα ως τον ποταμό Νέστο, εδραιώνοντας την μακεδονική παρουσία στην καρδιά της Θράκης. Εξασφαλίζοντας τέλος ο Φίλιππος την εκλογή του ως ισοβίου άρχοντος της Θεσσαλίας αισθάνεται αρκετά δυνατός για να πάρει μέρος στον ανταγωνισμό των Ελλήνων του νότου για την ηγεμονία της Ελλάδας, που είχε περάσει ως τότε από τα χέρια των Αθηναίων, των Λακεδαιμονίων και των Θηβαίων.
Στην Αθήνα οι γνώμες είναι διχασμένες. Στους πύρινους αντιφιλιππικούς του Δημοσθένη και της ομάδας του απαντούν οι μετριοπαθείς του κύκλου του Αισχίνη. Από την σύγκρουση στη Χαιρώνεια το 338 π.Χ. νικητής βγαίνει ο Φίλιππος. Η πρώτη πολιτική του πράξη ήταν να υιοθετήσει ως ηγεμόνας των Ελλήνων το σχέδιο που για πολλές δεκαετίες προπαγάνδιζαν οι Αθηναίοι ρήτορες: την οργάνωση μιας εκστρατείας όλων των Ελλήνων κατά των Περσών για την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μ. Ασίας και την εδραίωση της ασφάλειας. Το 336 π.Χ. ο Φίλιππος δολοφονήθηκε. Όμως ο θάνατός του δεν ανέκοψε την ροή των πραγμάτων. Ο γιος του Αλέξανδρος, αφού στερέωσε την διαδοχή του στο θρόνο και την ηγεμονία στους νότιους Έλληνες, ξεκίνησε το 334 π.Χ. την εκστρατεία εναντίον των Περσών.
Επιβεβαίωση των αρχικών του προθέσεων ήταν η αποστολή 300 περσικών πανοπλιών από τη μάχη του Γρανικού, δώρο στην Αθηνά Παρθένο και η υπόσχεση να στείλει πίσω, από την Περσία στην Ελλάδα το σύμβολο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, τα αγάλματα των Τυραννοκτόνων που είχε αρπάξει και μεταφέρει στα Σούσα ο Ξέρξης. Με την υποταγή της Περσίας και το θάνατο του Δαρείου το 330 π.Χ. ολοκληρώθηκε ο στόχος του μεγάλου πανελληνίου προγράμματος. Ο Αλέξανδρος όμως προχώρησε πιο πέρα: πέτυχε να κάνει τη Μακεδονία παγκόσμια δύναμη και τον ελληνικό πολιτισμό οικουμενικό.
Η εποχή του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου σημάδεψε έντονα την τέχνη και την αρχιτεκτονική. Στήθηκαν βασιλικά αναθήματα, έργα φημισμένων καλλιτεχνών σε μεγάλα ιερά όπως τα χρυσελεφάντινα αγάλματα, έργο του Λεωχάρη, στο Φιλίππειο της Ολυμπίας, και οι 25 χάλκινοι ανδριάντες των πεσόντων εταίρων στη μάχη του Γρανικού, έργο του Λυσίππου, στο ιερό του Διός στο Δίον της Μακεδονίας. Χτίστηκαν ακόμα οι μεγάλοι υπόγειοι βασιλικοί τάφοι στις Αιγές με τις ζωγραφισμένες προσόψεις και τα μαρμάρινα θυρόφυλλα. Κατασκευάστηκαν έξοχα έργα μεταλλοτεχνίας και μικροτεχνίας, ζωγραφίστηκαν περίφημοι πίνακες και φιλοτεχνήθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα με θαυμάσιες παραστάσεις.
Στην Πέλλα και τη Βεργίνα χτίστηκαν ανάκτορα, λαμπρά δείγματα της βασιλικής αρχιτεκτονικής. Τα χαρακτηρίζουν οι μεγάλες περίστυλες αυλές, οι πλούσια διακοσμημένοι ευρύχωροι ανδρώνες, οι μεγάλες αίθουσες συμποσίων και οι εξώστες με θέα προς το τοπίο. Οι καλές τέχνες καλούνταν να εκφράσουν την ιδεολογία των νέων ηγεμόνων που αναδεικνύονταν νικητές στον πολιτικό στίβο του Πανελληνίου. Έτσι γεννήθηκε μία νέα φάση της ελληνικής τέχνης, η ελληνιστική.
Ο Αλέξανδρος πεθαίνει ξαφνικά στη Βαβυλώνα το 323 π.Χ. Στην Μακεδονία μετά από τη σύντομη διακυβέρνηση του βασιλείου από τον Αντίπατρο και τον Κάσσανδρο εδραιώνεται μια νέα δυναστεία, οι Αντιγονίδες, που συνεχίζει την παράδοση των Αργεαδών. Κεντρική μορφή είναι ο Αντίγονος ο Γονατάς που καταφέρνει να ενισχύσει τη δύναμη και να βελτιώσει το γόητρο της Μακεδονίας τόσο ώστε να μπορεί να σταθεί ισότιμη δίπλα στα άλλα μεγάλα βασίλεια που προέκυψαν από την κληρονομιά του Αλεξάνδρου: των Πτολεμαίων (Αίγυπτος), των Σελευκιδών (Ασία) και των Ατταλιδών (Μ. Ασία). Στις αρχές του 2ου αι. π.Χ. η Μακεδονία απειλείται από ένα σοβαρό κίνδυνο που έρχεται από τη Δύση. Οι Ρωμαίοι το 197 π.Χ. συγκρούονται με το Φίλιππο τον Ε' (Κυνός Κεφαλές) και νικούν. Ο Φίλιππος υποχρεώνεται να περιοριστεί στα παραδοσιακά όρια του κράτους του από τον Πηνειό ως το Νέστο. Το 167 π.Χ. μετά την οριστική επικράτηση των Ρωμαίων η Μακεδονία χωρίζεται σε τέσσερα αυτόνομα τμήματα (μερίδες), ενώ το 148 π.Χ. γίνεται μία από τις επαρχίες του ρωμαϊκού κράτους.
Η περίοδος των Αντιγονιδών έχει να επιδείξει πληθώρα μνημείων τέχνης και αρχιτεκτονικής. Σ' αυτήν ανήκει η τελευταία φάση των ανακτόρων της Πέλλας και οι περισσότεροι από τους τάφους βασιλικού τύπου, τους Μακεδονικούς. Το Δίον στα χρόνια του Περσέα (179-168 π.Χ.) είναι μια πόλη γεμάτη αγάλματα θεών, ανδριάντες Μακεδόνων βασιλέων και δημόσια κτήρια. Ένας χαρακτηριστικός οικισμός της εποχής αυτής στην άνω Μακεδονία αποκαλύπτεται στις ανασκαφές στις Πέτρες ανάμεσα στην Έδεσσα και στη Φλώρινα. Μετά την αναστατωμένη περίοδο του 1ου αι. π.Χ. κατα την οποία η Μακεδονία δεν μένει αμέτοχη στον εμφύλιο ανταγωνισμό των Ρωμαίων (μάχη Φιλίππων 44 π.Χ.), επικρατούν συναπτές δεκαετίες ειρήνης και ευημερίας. Η Θεσσαλονίκη, η πόλη που είχε χτίσει ο Κάσσανδρος, γίνεται στο μεταξύ το νέο κέντρο, η πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Διαθέτει το μεγαλύτερο λιμάνι στη μείζονα περιοχή και βρίσκεται στο σημείο όπου ο δρόμος που έρχεται από το βορρά συναντά την κεντρική οδική αρτηρία του άξονα ανατολής-δύσης. Πολλοί ξένοι έμποροι παρεπιδημούν προσωρινά ή μονιμότερα στο πλούσιο αυτό εμπορικό κέντρο. Η Θεσσαλονίκη με τα δημόσια κτίριά της, τα αντίγραφα των κλασικών έργων, τις εικόνες των φιλοσόφων, τις σαρκοφάγους με τις μυθολογικές παραστάσεις έδινε την εικόνα ενός μεγάλου αστικού κέντρου των ρωμαϊκών χρόνων με έντονο τον χαρακτήρα της ελληνικής παράδοσης.
Ο Γαλέριος ο αυτοκράτορας του ενός από τα δύο τμήματα του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους επέλεξε το 300 μ.Χ. την πόλη αυτή για να την κάνει αυτοκρατορική έδρα. Το μεγάλο αυτοκρατορικό συγκρότημα στον ανατολικό τομέα της πόλης, τα πορτραίτα των ευγενών, η βασιλική μεταλλοτεχνία μαρτυρούν τη νέα ακμή της Θεσσαλονίκης, της μακεδονικής μητρόπολης όπου ήδη από τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. αναβιώνει ο θαυμασμός για το λαμπρό παρελθόν και η λατρεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Το κείμενο αυτό είναι του Δ. Παντερμαλή (Καθηγητής Αρχαιολογίας) και πάρθηκε από το βιβλίο: "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Το Ιστορικό Πρόσωπο του Ελληνικού Βορρά". Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992.

Η Μακεδονία υπήρξε πάντοτε και εξακολουθεί να είναι ακόμη η πιο προχωρημένη έπαλξη και ο προμαχώνας της Ελλάδας.
Όλες οι ιστορικές πηγές συμφωνούν αναφορικά με τη γεωγραφική θέση της αρχαίας Μακεδονίας της οποίας τα όρια ήταν τα ακόλουθα :

  • Το Αιγαίο Πέλαγος και τα βουνά Καμβούνια, Πιέρια και Όλυμπος προς νότον.

  • Οι λίμνες Οχρίδα και Πρέσπα και τα βουνά Βαμβούνα, Σκόμιο και Ροδόπη προς βορράν.

  • Ο ποταμός Νέστος προς ανατολάς και τα βουνά Γράμμος και Πίνδος προς δυσμάς.


Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
H ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ

Η Μακεδονία αποτελούσε τη σπουδαιότερη περιοχή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, από κάθε άποψη, εμπορική, οικονομική, πολιτιστική. Κέντρο του ελληνικού πολιτισμού, της ελληνικής γλώσσας και του Χριστιανισμού ήταν επιπλέον σταυροδρόμι διεθνών στρατηγικών και εμπορικών οδών και ακόμη συνδετική περιοχή μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Η "Διοίκηση Μακεδονίας" μαζί με τη "Διοίκηση Δακίας", στην περιοχή δηλαδή μεταξύ Μακεδονίας και Δουνάβεως, αποτελούσε την "Επαρχότητα του (αν.) Ιλλυρικού", με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Αργότερα, από τον 8ο αι., φαίνεται ότι αποτέλεσε ενιαία στρατιωτική διοίκηση από τη δυτική Μακεδονία ως την ανατολική όχθη του Έβρου. Αυξημένες όμως στρατιωτικές ανάγκες επέβαλαν τον καταμερισμό της σε θέμα Στρυμόνος (809) και Θεσσαλονίκης (809 ή 836), οπότε πλέον θέμα Μακεδονίας απομένει να ονομάζεται η περιοχή από το Νέστο έως την ανατολική όχθη του Έβρου. Λόγω της θέσης της, ήδη από την αρχή της ζωής του βυζαντινού κράτους, η Μακεδονία υφίστατο επιθέσεις εχθρών που έρχονταν από το Βορρά. Οι επιδρομές όμως αυτές (4ος-6ος αι.) ήταν περαστικές και δεν είχαν συνέπειες για την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού της. Με τις σφαγές όμως και τις λεηλασίες που συνεπάγονταν διευκόλυναν την κάθοδο των σλαβικών φύλων στη Β. Βαλκανική από τα τέλη του 6ου αι.
Κατά τον 7ο αι. γίνονται οι πρώτες μόνιμες και συμπαγείς σλαβικές εγκαταστάσεις στη Β. και Β Δ. Βαλκανική. Στη Μακεδονία όμως και κυρίως στη Νότιο Μακεδονία, οι σλαβικές εγκαταστάσεις υπήρξαν μεμονωμένες και διακεκομμένες. Όσες από αυτές έγιναν σε ορεινά μέρη διατηρήθηκαν ως τον 10ο αι. Όσες όμως έγιναν σε πεδινά και ανασφάλιστα μέρη γρήγορα αφομοιώθηκαν από το ελληνικό τους περιβάλλον και η διαδικασία αφομοιώσεως έγινε πολύ γρήγορα και τελείωσε ήδη στο τέλος του 7ου αι. Κατά τον 10ο αι. συνέβησαν οι Βυζαντινο-Βουλγαρικοί πόλεμοι. Κατά τη διάρκειά τους οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Β Δ. Μακεδονία και κατά το τελευταίο πέμπτο του 10ου αι. και πόλεις της ΝΔ. Μακεδονίας ως την Βέροια και τα Σέρβια. Στις αρχές όμως του 11ου αι. οι πόλεις της ΝΔ. Μακεδονίας ανακαταλαμβάνονται από τον Βασίλειο Β' και μία δεκαπενταετία αργότερα, με την υποταγή της Βουλγαρίας, απελευθερώνεται και η Β Δ. Μακεδονία. Η υποταγή της Βουλγαρίας, σήμαινε ανάκτηση όλου του βαλκανικού χώρου, ο οποίος επί 167 έτη παραμένει υπό την Βυζαντινή κυριαρχία, έτσι ώστε κατα τον G. Ostrogorkij, να παρατηρηθεί σοβαρή ενίσχυση του ελληνικού και αντίστοιχη εξασθένιση του σλαβικού στοιχείου.
Στα τέλη του 12ου αι. επανιδρύεται το βουλγαρικό κράτος. Ο ηγεμών του Καλογιάν κατορθώνει στις αρχές του 13ου αι. να καταλάβει Σέρρες, Σκόπια, Ναϊσό, Βελιγράδι, Βρανίτσοβα. Ο πρόωρος όμως θάνατός του (1207) είχε σαν αποτέλεσμα το κολόβωμα του κράτους του από το ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου, (1215-1219). Μερικά χρόνια αργότερα, το 1230, ο βούλγαρος τσάρος Ιβάν Ασέν Β' νικά το Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο και ανακαταλαμβάνει τις Σέρρες και τις πόλεις της Β Δ. Μακεδονίας. Επί του διαδόχου του όμως Καλιμάν ο Ιωάννης Βατάτζης, αυτοκράτορας της ελληνικής αυτοκρατορίας της Νίκαιας, καταλαμβάνει εκ νέου τη ΒΔ. Μακεδονία και τις πόλεις Βελεβούσδιο, Σκόπια, Βελεσά, Πρίλαπο, Πελαγονία, Πρόσακο.
Στα χρόνια που ακολουθούν η Β Δ. Μακεδονία γίνεται το μήλο της έριδος μεταξύ των ελληνικών ηγεμονιών, του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Οι Βούλγαροι θέλησαν να επωφεληθούν της διαμάχης αυτής. Ο Ιωάννης Βατάτζης όμως νικά και ο τσάρος Μιχαήλ Α' Ασέν υποχρεώνεται δια συνθήκης να παραιτηθεί κάθε αξιώσεως στη Β Δ. Μακεδονία. Παρόμοιες εξελίξεις συμβαίνουν και με τη Σερβία. Το 1282 οι Σέρβοι καταλαμβάνουν τα εκτός της Β Δ. Μακεδονίας κείμενα Σκόπια. Πενήντα χρόνια αργότερα προχωρούν στην κατάληψη της Β Δ. Μακεδονίας και το 1347 και της Α. Μακεδονίας εκτός Θεσσαλονίκης Κασσάνδρας και Χαλκιδικής. Οκτώ μόλις χρόνια αργότερα πεθαίνει ο Στέφανος Ντουσάν και οι κτήσεις του στη Μακεδονία μέσα στην επόμενη δεκαπενταετία ανακαταλαμβάνονται από το διοικητή της Θεσσαλονίκης Μανουήλ (τον κατόπιν αυτοκράτορα Μανουήλ Β'), που αποκατέστησε τη βυζαντινή κυριαρχία ανάμεσα στο Νέστο και το Βέρμιο, αφού κατέλυσε και το εφήμερο κρατίδιο του Ιωάννου Ουγλέση στις Σέρρες. Λίγα χρόνια όμως αργότερα αρχίζει η τουρκική κατάκτηση της Μακεδονίας που ολοκληρώνεται το 1430. Είναι προφανές από τα παραπάνω ότι η εθνολογική σύσταση της Μακεδονίας και προ παντός της Ν. Μακεδονίας κατά την βυζαντινή εποχή δεν υπέστη μεγάλες μεταβολές. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι δεν παρετηρήθησαν τότε μεγάλες και προπαντός μόνιμες ή μακροχρόνιες κατακτήσεις του μακεδονικού χώρου από Βουλγάρους και Σέρβους. Οι μεν Σέρβοι προχώρησαν στη Β Δ. Μακεδονία μόλις μετά το 1299 και αρκετά αργότερα και στη Ν. Μακεδονία, αλλά σχεδόν αμέσως μετά οι περιοχές αυτές ανακαταλαμβάνονται από τους Βυζαντινούς.
Οι Βούλγαροι πάλι καταλαμβάνουν και αυτοί τις βόρειες παρυφές της Ν. Μακεδονίας αλλά βραχυπρόθεσμα. Μακρότερο χρονικό διάστημα έμειναν στη Β. και Β Δ. Μακεδονία, όπου αναπτύχθηκε συμπαγής βουλγαρικός πληθυσμός, αναμεμειγμένος με αρκετούς Σέρβους, Έλληνες των αστικών κέντρων και μεγαλοκωμών, αλλά και βοσκούς Έλληνες (Σαρακατσάνους), Βλάχους κ.α. ίχνη κάποιου άλλου ξεχωριστού σλαβικού λαού ή φύλλου, μη σερβικού ή μη βουλγαρικού δηλαδή, δεν διαπιστώθηκαν κατά την διάρκεια των δεκατεσσάρων αιώνων σλαβικής παρουσίας στο χώρο της Β Δ. Μακεδονίας. Σε ότι αφορά τη Ν. Μακεδονία, ο πληθυσμός της ήταν κατά συντριπτική πλειοψηφία ελληνικός ή εξελληνισμένος με ελάχιστα σλαβικά στοιχεία, όσα οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ή οι κλυδωνισμοί των καιρών ανάγκασαν να μεταναστεύσουν στην περιοχή αυτή.
Το κείμενο αυτό είναι του Ι. Καραγιαννόπουλου (Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας) και βρέθηκε στο βιβλίο: "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Το Ιστορικό Πρόσωπο του Ελληνικού Βορρά". Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992.

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ

H ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (15οςαι.-1821)
Ο αιματηρός κύκλος των τουρκικών επιδρομών στη Μακεδονία, που είχε ανοίξει κατα το τελευταίο τέταρτο του 14ου αιώνα, έκλεισε με την άλωση της Θεσσαλονίκης στα 1430. Η νέα περίοδος της ξένης κατοχής εγκαινιάστηκε με δραματικές αλλαγές στο παραδοσιακό γεωκτητικό σύστημα και με τη δημογραφική συμπίεση του χριστιανικού στοιχείου εξαιτίας των αθρόων εγκαταστάσεων μουσουλμάνων εποίκων στις μακεδονικές πεδιάδες. Η κατάσταση προκάλεσε την απόγνωση των κατοίκων, εξωθώντας άλλους σε μαζικούς εξισλαμισμούς και άλλους στη φυγή προς τα ορεινά. Οι εξελίξεις αυτές απογύμνωσαν τη μακεδονική ύπαιθρο από ένα μεγάλο τμήμα του παραγωγικού της πληθυσμού, αλλά και αποδυνάμωσαν, κατά τους πρώτους τουλάχιστον αιώνες της τουρκοκρατίας, τα αστικά κέντρα, μετατρέποντάς τα σε απογοητευτικούς ίσκιους του ένδοξου βυζαντινού τους παρελθόντος.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της οθωμανικής κυριαρχίας στην οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας δεν υποχώρησαν σχεδόν ποτέ (ως τα μέσα τουλάχιστον του 19ου αιώνα) εξαιτίας της χρόνιας κρίσης των διοικητικών θεσμών, της αναρχίας στην ύπαιθρο, της κακοδιοίκησης και των αυθαιρεσιών των εκπροσώπων του σουλτάνου, ιδιαίτερα στην επαρχία. Παρ' όλα αυτά, τα αναλλοίωτα στο χρόνο και στις ανθρώπινες παρεμβάσεις γεωπολιτικά πλεονεκτήματα της Μακεδονίας θα δημιουργήσουν και πάλι τις απαραίτητες συνθήκες για την οικονομική ανάπτυξη του μακεδονικού χώρου. Προηγήθηκε από τα μέσα κιόλας του 16ου αιώνα, η δημογραφική ανάρρωση της περιοχής, που υποβοηθήθηκε από ποικίλους ιστορικούς παράγοντες. Ο εξουθενωμένος καταρχήν πληθυσμός των μεγάλων πόλεων της Μακεδονίας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης αυξήθηκε σημαντικά στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα με την άφιξη υπολογίσιμου (με τα μέτρα της εποχής) αριθμού Ελλήνων μετοίκων από τα γειτονικά μέρη (Χαλκιδική κλπ.) Εξάλλου, το αποδεκατισμένο από τις περιπέτειες της πρώτης περιόδου της τουρκικής κατάκτησης χριστιανικό στοιχείο της ανατολικής και της κεντρικής Μακεδονίας ενισχύθηκε αρκετά με τις μετεγκαταστάσεις αγροτών και κτηνοτρόφων από άλλες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου (την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα). Οι εξελίξεις αυτές συνέπεσαν με γενικότερες ευνοϊκές συγκυρίες: με την επέκταση της δυτικοευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας στις αγορές και τις "σκάλες" της ελληνικής Ανατολής και με τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξη του διαβαλκανικού εμπορίου. Στις ιστορικές εκείνες "προκλήσεις" οι Μακεδόνες ανταποκρίθηκαν θετικά, αυξάνοντας τη γεωργική τους παραγωγή και επαναδραστηριοποιώντας τις παραδοσιακές τους βιοτεχνίες. Από τις αρχές μάλιστα του 18ου αιώνα οι "πραγματευτάδες" της Μακεδονίας, ιδιαίτερα της δυτικής, θα ξεπεράσουν τα όρια του ελληνικού χώρου και της οθωμανικής επικράτειας, για να "κατακτήσουν" με τις μεταπρατικές τους "κομπανίες" τους κυριότερους εμπορικούς κόμβους της βόρειας βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης. Η αλλόθρησκη και εξαιρετικά μακρόχρονη κυριαρχία δε στάθηκε ικανή να παραμορφώσει τα βασικά χαρακτηριστικά της ιστορίας της Μακεδονίας. Είναι μάλιστα ενδεικτικό το γεγονός ότι, παρά την επικίνδυνη δημογραφική αιμορραγία των πρώτων χρόνων της Τουρκοκρατίας η Μακεδονία κατάφερε να διατηρήσει σταθερό τον πληθυσμιακό της πυρήνα και μάλιστα το στοιχείο ακριβώς εκείνο που, με την ελληνική γλώσσα και την ελληνορθόδοξη παράδοση του, τους προσέδιδε τα ανθεκτικότερα στο χρόνο δείγματα της ιστορικής της συνέχειας, αλλά και τα βασικά συστατικά της "εθνικής" της φυσιογνωμίας.
Τα συστατικά όμως αυτά δεν έμειναν αποστεωμένα. Ανανεώνονταν συνεχώς χάρη στη χαρακτηριστική σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο κοινωνική κινητικότητα. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο ρόλος των Μακεδόνων αποδήμων, οι οποίοι είχαν αρχίσει, ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα, να "μετακενώνουν" στις γενέτειρές τους είτε από άλλες περιοχές της ελληνικής Ανατολής είτε από τη Διασπορά, νέα πολιτισμικά πρότυπα, νοοτροπίες και ιδεολογίες. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι πρώτοι αποδέκτες των εξωτερικών εκείνων επιρροών ήταν οι μικρές, αλλά δυναμικές κοινωνίες που είχαν δημιουργηθεί στα ορεινά κεφαλοχώρια (ιδίως της δυτικής Μακεδονίας) από τους παλιούς φυγάδες του μακεδονικού κάμπου, και που επιδείκνυαν πρώιμες και εντυπωσιακά υψηλές (για τη δυσπρόσιτη γεωγραφική τους θέση) οικονομικές και πολιτισμικές επιδόσεις.
Τα δεδομένα αυτά ερμηνεύουν και το διαρκές ενδιαφέρον του υπόδουλου ελληνορθόδοξου στοιχείου της Μακεδονίας για το πολιτικό του πρόβλημα. Σ' αυτό συντέλεσε ένας ακόμη βασικός παράγοντας: ότι οι ίδιες σχεδόν εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες, που επηρέαζαν τις αντιτουρκικές πρωτοβουλίες στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, προκαλούσαν και στη Μακεδονία ανάλογους επαναστατικούς κραδασμούς. Άλλωστε, η σύνδεση των Μακεδόνων με τις ιδεολογικές εξελίξεις που οδήγησαν στην εθνική αφύπνιση όλων των Ελλήνων ήταν σταθερή σε ολόκληρη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ένα γεγονός που υποδηλώνει την κοινή αντίληψη οτι η απελευθέρωση από την ξένη κυριαρχία δεν ήταν πρόβλημα τοπικό, αλλά υπόθεση που αφορούσε ολόκληρο το Γένος. Γι' αυτό και οι επαναστατικές κινήσεις στη Μακεδονία συντονίζονταν κατά κανόνα με τις ανάλογες προσπάθειες που αναλαμβάνονταν και στις νοτιότερες ελληνικές επαρχίες, από τον 16ο αιώνα ως την Εθνεγερσία.

Πηγή: Ι. Κ. Χασιώτης (Καθηγητής Νεότερης Ιστορίας), "ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ” - Το Ιστορικό Πρόσωπο του Ελληνικού Βορρά", Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1992.